Ο χρόνος μετράει αντίστροφα για τους φορολογούμενους που δεν έχουν καλύψει το 30% του εισοδήματός τους με ηλεκτρονικές πληρωμές για να αποφύγουν την πληρωμή έξτρα φόρου το 2024.
Η προθεσμία για τη συγκέντρωση των e-αποδείξεων που απαιτεί η Εφορία λήγει σε 14 ημέρες και καλό θα είναι οι υπόχρεοι να τσεκάρουν αν ο λογαριασμός των αγορών και των υπηρεσιών επαρκεί για την κάλυψη του ορίου και την αποφυγή του φόρο-πέναλτι 22% επί του ποσού που θα λείπει.
Η φορο-καμπάνα χτυπάει περισσότερο για τους ελεύθερους επαγγελματίες οι οποίοι το 2024 θα φορολογηθούν με βάση το νέο τεκμαρτό σύστημα φορολόγησης.
Εκτός από τον αυξημένο φόρο εισοδήματος που θα πληρώσουν το επόμενο έτος, όσοι δηλώσουν εισοδήματα χαμηλότερα από το ελάχιστο τεκμαρτό εισόδημα θα επιβαρυνθούν με πρόστιμο 22%, εάν δεν έχουν συγκεντρώσει ηλεκτρονικές αποδείξεις που να καλύπτουν το 30% του εισοδήματος τους.
Μέχρι και το 2022, το σύνολο των αποδείξεων που θα έπρεπε να συγκεντρώσουν οι ελεύθεροι επαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενοι υπολογίζονταν με βάση το ύψος των καθαρών κερδών που δήλωναν. Όμως, από φέτος (φορολογικό έτος 2023), οι απαιτούμενες αποδείξεις υπολογίζονται στο τεκμαρτό εισόδημα, το οποίο θα είναι υψηλότερο.
Αν οι επαγγελματίες δεν καταφέρουν να πραγματοποιήσουν δαπάνες με ηλεκτρονικό χρήμα που να καλύπτουν το 30% του τεκμαρτού εισοδήματος θα πληρώσουν έξτρα φόρο 22% για τις αποδείξεις που θα λείπουν.
Oι φορολογούμενοι θα πρέπει να γνωρίζουν τα εξής:
– Από το φορολογητέο εισόδημα του φυσικού προσώπου από μισθωτή εργασία και συντάξεις, επιχειρηματική δραστηριότητα και ακίνητη περιουσία, αποκλειστικά και μόνο για τον υπολογισμό του φόρου εισοδήματος, αφαιρείται αναλογικά ποσό ίσο με 30% των δαπανών για υπηρεσίες από συγκεκριμένα επαγγέλματα. Το ποσό που αφαιρείται από το εισόδημα δεν μπορεί να υπερβαίνει τις 5.000 ευρώ ετησίως ούτε να είναι υψηλότερο από το πραγματικό εισόδημα από μισθωτή εργασία και συντάξεις, επιχειρηματική δραστηριότητα και ακίνητη περιουσία. Οι πληρωμές που δίνουν την έξτρα έκπτωση με ηλεκτρονικό χρήμα αφορούν αποδείξεις από 20 κατηγορίες επαγγελμάτων στις οποίες περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων οι εργασίες υδραυλικού, ψυκτικού, συντηρητή θέρμανσης, ηλεκτρολόγου, μόνωσης, τοιχοποιίας, σοβατίσματος, τοποθέτησης πλακιδίων, ταξί, κομμωτήρια, κουρεία και καταστήματα ομορφιάς, σχολές χορού.
– Οι δαπάνες για επισκέψεις σε ιατρούς, οδοντιάτρους, ορθοδοντικούς οστεοπαθητικούς, χειροπράκτες, οφθαλμίατρους, χειροποδιστές, ποδολόγους και για άλλες υπηρεσίες ιατρικού χαρακτήρα, μετράνε διπλά για την κάλυψη του 30% του ετήσιου πραγματικού εισοδήματος με ηλεκτρονικές δαπάνες. Για παράδειγμα απόδειξη αξίας 100 ευρώ μετράει στην εφορία για 200 ευρώ
– Στον υπολογισμό του πραγματικού εισοδήματος δεν περιλαμβάνονται το ποσό της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης, το ποσό της διατροφής από τον φορολογούμενο στον/στη διαζευγμένο/η σύζυγο ή σε μέρος συμφώνου συμβίωσης ή/και σε εξαρτώμενο τέκνο του, εφόσον αυτό καταβάλλεται με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής. Παράλληλα στην έννοια του πραγματικού εισοδήματος δεν περιλαμβάνεται το εισόδημα που προκύπτει από την προστιθέμενη διαφορά τεκμηρίων.
– Για φορολογούμενους στους οποίους έχουν κατασχεθεί ένας ή περισσότεροι λογαριασμοί, πλην του ακατάσχετου λογαριασμού, το όριο των ηλεκτρονικών αποδείξεων μειώνεται στα 5.000 ευρώ.
– Αν οι δαπάνες για φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων και ΕΝΦΙΑ, ανεξαρτήτως του χρόνου βεβαίωσης αυτών, για δανειακές υποχρεώσεις προσωπικές ή επαγγελματικές προς χρηματοπιστωτικά ιδρύματα (στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό) και για ενοίκια υπερβαίνουν το 60% του πραγματικού εισοδήματος, τότε το απαιτούμενο ποσοστό δαπανών περιορίζεται στο 20%, υπό την προϋπόθεση ότι οι συγκεκριμένες δαπάνες έχουν καταβληθεί με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής.
– Το ποσό των δαπανών με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής δηλώνεται ατομικά από κάθε σύζυγο ή από κάθε μέρος συμφώνου συμβίωσης. Σε περίπτωση κοινής δήλωσης όπου το απαιτούμενο ποσό δαπανών καλύπτεται από οποιονδήποτε εκ των δύο συζύγων ή μερών συμφώνου συμβίωσης, το τυχόν πλεονάζον ποσό δύναται να μεταφερθεί στον άλλον σύζυγο ή στο άλλο μέρος συμφώνου συμβίωσης για τυχόν κάλυψη του απαιτούμενου ποσού δαπανών.