«Μπορεί τα κόμματα της αντιπολίτευσης -που αισίως έφτασαν τα 8- να ανταγωνίζονται σε αντιπολιτευτικές κορώνες, ωστόσο, πραγματικός αντίπαλος της κυβέρνησης είναι μόνο τα προβλήματα των πολιτών. Όπως δείχνουν και οι δημοσκοπήσεις η ελληνική κοινωνία όχι μόνον αναμένει την επίλυσή τους αλλά την απαιτεί. Τώρα, λοιπόν, είναι ο καιρός να δοθούν λύσεις στις παθογένειες που ταλανίζουν τη χώρα και να κάνουμε το αποφασιστικό άλμα προς τα εμπρός». Τα παραπάνω τόνισε ο βουλευτής Λαρίσης της Νέας Δημοκρατίας κ. Μάξιμος Χαρακόπουλος, μιλώντας στη Βουλή κατά τη συζήτηση για τον προϋπολογισμό του 2024.
Ο Θεσσαλός πολιτικός υπογράμμισε ότι «η χώρα εξερχόμενη από μια περίοδο υπερδεκαετούς κρίσης, μετά και την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, μπορεί να ατενίζει με μεγαλύτερη αισιοδοξία το μέλλον. Βεβαίως, οι δυσκολίες για τα ελληνικά νοικοκυριά δεν έχουν εκλείψει, και αυτές σχετίζονται κυρίως με την ακρίβεια -που εν πολλοίς οφείλεται σε εξωγενείς παράγοντες- αλλά και στον πληθωρισμό της απληστίας, που βρίσκεται στο στόχαστρο της κυβέρνησης.
Ταυτόχρονα, όμως, υπάρχουν πραγματικοί λόγοι αισιοδοξίας. Σε ένα περιβάλλον πολιτικής σταθερότητας, η ανεργία μειώνεται σε επίπεδα προ κρίσεως, οι επενδύσεις αναμένεται να αυξηθούν κατά 15,1%, ενώ ο ρυθμός ανάπτυξης, σε ένα δυσχερές διεθνές οικονομικό περιβάλλον, προβλέπεται να κινηθεί στο 2,9% -πολλαπλάσιος του μέσου ευρωπαϊκού.
Το μέρισμα αυτής της ανάπτυξης επιστρέφει στην κοινωνία με σειρά ευνοϊκών μέτρων, όπως είναι:
• η αύξηση των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων,
• η αύξηση του αφορολόγητου για οικογένειες με παιδιά,
• το ξεπάγωμα των τριετιών,
• η αύξηση του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος,
• η αύξηση των συντάξεων».
Επένδυση σε υγεία και παιδεία
Ο Μάξιμος Χαρακόπουλος επισήμανε ότι το «έντονο κοινωνικό αποτύπωμα του προϋπολογισμού επιβεβαιώνουν και οι αυξήσεις των δαπανών για την υγεία και την παιδεία.
Η επιχορήγηση των νοσοκομείων είναι αυξημένη κατά 20% σε σχέση με το 2023. Απόφαση απαραίτητη, καθώς οι υπηρεσίες υγείας εξακολουθούν, παρά τα όσα έχουν γίνει την περίοδο της πανδημίας, να είναι αρκετά κάτω των πραγματικών αναγκών. Επιτρέψτε μου εδώ να τονίσω για μια ακόμη φορά ότι πρέπει να επενδύσουμε ακόμη περισσότερο στις απολαβές των γιατρών, ώστε να σταματήσει η αιμορραγία τους προς στο εξωτερικό.
Γενναία, επίσης, είναι η αύξηση των δαπανών για την παιδεία -κατά 255 εκατ. ευρώ- που πρέπει, όμως, να πιάσουν τόπο. Τα πρόσφατα αποτελέσματα του διαγωνισμού PISA για τις κακές επιδόσεις των Ελλήνων μαθητών πρέπει να σημάνουν καμπανάκι για το επίπεδο της παρεχόμενης δημόσιας εκπαίδευσης. Και βεβαίως, προσδοκούμε εντός του 2024 να γίνει πράξη το αυτονόητο με τη δημιουργία μη κρατικών πανεπιστημίων και στη χώρα μας, που θα ανακόψουν τη φυγή των νέων μας για σπουδές στο εξωτερικό».
Επίσκεψη Ερντογάν στην Αθήνα
Ο κυβερνητικός βουλευτής χαρακτήρισε την επίσκεψη του προέδρου της Τουρκίας στην Αθήνα και την υπογραφή της Κοινής Διακήρυξης Φιλίας και Συνεργασίας «γεγονός καλοδεχούμενο, γιατί κανείς μας δεν θέλει τις εντάσεις. Μακάρι η Άγκυρα να αποδείξει στην πράξη ότι εννοεί την καλή γειτονία.
Ωστόσο, επειδή ακόμη οι γείτονές μας δεν έχουν αποσύρει ούτε το casus belli, ούτε το Τουρκο-Λιβυκό Μνημόνιο, ούτε τη θεωρία της “Γαλάζιας Πατρίδας”, καλό είναι να κρατούμε μικρό καλάθι, και σε κάθε περίπτωση να μην παραμελήσουμε το αξιόμαχο των ενόπλων δυνάμεων, που η κυβέρνηση Μητσοτάκη εμπράκτως αναβάθμισε την προηγούμενη τετραετία».
Στήριξη με γοργούς ρυθμούς για τη Θεσσαλία
Ο Μάξιμος Χαρακόπουλος έκανε ιδιαίτερη αναφορά στις τεράστιες καταστροφές από τα πρόσφατα πλημμυρικά φαινόμενα στη Θεσσαλία που «έχουν αφήσει βαθιά τα σημάδια τους στον θεσσαλικό κάμπο, που είναι η καρδιά της αγροτικής παραγωγής της χώρας. Σπίτια, καλλιέργειες, εγκαταστάσεις, κτηνοτροφικές μονάδες, υποδομές, υπέστησαν ανυπολόγιστες ζημιές.
Ομολογουμένως, η κυβέρνηση -και πρώτος ο ίδιος ο πρωθυπουργός- έσπευσε προς αρωγή του πλημμυροπαθών, και οι προκαταβολές των αποζημιώσεων που δόθηκαν ήταν όντως ανακουφιστικές. Αυτή η στήριξη, όμως, πρέπει να συνεχιστεί, με γοργούς ρυθμούς και κυρίως να υπάρξει σύντομα ολοκληρωμένο σχέδιο ανασυγκρότησης. Διαφορετικά, τα οικονομικά αδιέξοδα μπορεί να οδηγήσουν πολλούς ντόπιους, και ιδιαίτερα νέους, στην εγκατάλειψη της ενασχόλησης με το πρωτογενή τομέα, και στη μετανάστευση. Κι αυτό πρέπει να αποτραπεί».