Συναγερμός για τρεις «ξεχασμένες» παιδικές ασθένειες

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΤΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ

Αύξηση σε κρούσματα ξεχασμένων επιδημιών όπως η ιλαρά, ο κοκκύτης και η διφθερίτιδα καταγράφονται το τελευταίο διάστημα.

Σε αυτό αναφέρθηκε σε συνέντευξη Τύπου που πραγματοποιήθηκε χθες για την έναρξη των εργασιών του 23ου Πανελληνίου Συνεδρίου Ελληνικής Εταιρείας Λοιμώξεων, ο Σωτήρης Τσιόδρας.

Από τις αρχές του έτους έως χθες, στη χώρα μας έχουν καταγραφεί συνολικά 19 περιστατικά ιλαράς, εκ των οποίων πέντε σε υγειονομικούς και με μεγαλύτερη συχνότητα στην Αττική και την Κρήτη.

Στη μεγάλη πλειοψηφία πρόκειται για άτομα Ελληνικής υπηκοότητας από το γενικό πληθυσμό κυρίως στην ηλικιακή ομάδα 40-55 ετών, που δεν έχουν ανοσία στην ιλαρά, μεταξύ των οποίων και επαγγελματίες υγείας που είναι ανεμβολίαστοι ή ατελώς εμβολιασμένοι.

Στο μεταξύ, εκτός της ιλαράς, αύξηση παρατηρείται και στα κρούσματα κοκκύτη. Τις τελευταίες ημέρες, τη μάχη για τη ζωή του έχασε ακόμη ένα νεογνό. Από τις αρχές του έτους έχουν καταγραφεί στην Ελλάδα δύο θάνατοι νεογνών και συνολικά 34 κρούσματα κοκκύτη.

Η διφθερίτιδα είναι οξεία λοίμωξη του ανώτερου αναπνευστικού συστήματος. Προκαλείται από το βακτήριο Corynebacterium diphtheriae. Μεταδίδεται με τα σταγονίδια της αναπνοής από ασθενείς, από φορείς και σπανιότερα με μολυσμένα τρόφιμα ή αντικείμενα.

Η λοιμογόνος δύναμή του εξαρτάται από την επιμόλυνσή του από λυσιγόνο βακτηριοφάγο που περιέχει γονίδιο υπεύθυνο για παραγωγή της τοξίνης. Η νόσος που προκαλεί χαρακτηρίζεται από πονόλαιμο, χαμηλό πυρετό, και μια προσκολλημένη μεμβράνη (μια ψευδομεμβράνη) στις αμυγδαλές, στο φάρυγγα και / ή στη ρινική κοιλότητα.

Μια ηπιότερη μορφή της διφθερίτιδας μπορεί να περιορίζεται στο δέρμα. Οι λιγότερο κοινές συνέπειες περιλαμβάνουν μυοκαρδίτιδα (περίπου 20% των περιπτώσεων) και περιφερική νευροπάθεια (περίπου 10% των περιπτώσεων).

Η διφθερίτιδα είναι μια μεταδοτική ασθένεια που μεταδίδεται από την άμεση φυσική επαφή ή με τα εκκρίματα του ρινοφάρυγγα ασθενών και υγιών μικροβιοφορέων.

Ο χρόνος επώασης της νόσου έχει εύρος 2-6 ημέρες και αφορά συνήθως παιδιά ηλικίας μεγαλύτερης του ενός έτους, ενώ στα μικρότερα και κυρίως τα κάτω των 6 μηνών, τα μητρικά αντισώματα είναι η ασπίδα προστασίας τους.



xx