Μέχρι 31 Μαρτίου 2024 θα πρέπει να δοθεί στους εργαζόμενους το υπόλοιπο ημερών άδεια του 2023.
Αναλυτικότερα και σύμφωνα με δημοσίευμα του Dnews, με τη διάταξη του άρθρου 61 του Ν. 4808/2021 επαναφέρθηκε η δυνατότητα μεταφοράς της ετήσιας κανονικής άδειας μέχρι το πρώτο τρίμηνο του επόμενου ημερολογιακού έτους δηλαδή μέχρι την 31η Mαρτίου 2024.
Σε περίπτωση που παρέλθει και το πρώτο τρίμηνο του επόμενου έτους, η αξίωση για την άδεια μετατρέπεται σε χρηματική. Συγκεκριμένα στην περίπτωση μη χορηγήσεως της αδείας μέχρι την 31 Μαρτίου του επόμενου ημερολογιακού έτους, η αξίωση για την άδεια μετατρέπεται σε χρηματική. O εργοδότης υποχρεούται να καταβάλει στον μισθωτό τις αποδοχές αδείας, απλές μεν όταν δεν υπάρχει πταίσμα του ιδίου, διπλές δε, δηλαδή με προσαύξηση κατά 100%, όταν υπάρχει και πταίσμα του εργοδότη (Α.Ν. 539/1945 και Ν.Δ. 3755/1957, Ν.4808/2021, Εγκ. 64597/2021).
Κάθε συμφωνία μεταξύ εργοδότη και μισθωτού περί «εγκαταλείψεώς του εις την άδεια δικαιώματός του ή παραιτήσεως αυτού απ’ το δικαίωμα της αδείας», θεωρείται ανύπαρκτος, έστω και αν προβλέπει την καταβολή εις αυτόν προσαυξημένης αποζημιώσεως.
O εργοδότης οφείλει να χορηγήσει ολόκληρη την άδεια, έστω και αν δεν έχει ζητηθεί από τον εργαζόμενο.
Η ετήσια κανονική άδεια χορηγείται με αποδοχές σε όλους τους μισθωτούς που συνδέονται με τον εργοδότη με σύμβαση ή σχέση εργασίας αορίστου ή ορισμένου χρόνου. Δηλαδή η ετήσια κανονική άδεια οφείλεται τόσο σε έγκυρες, όσο και σε άκυρες συμβάσεις εργασίας.
Κανονική άδεια δικαιούνται επίσης και οι μισθωτοί που απασχολούνται καθημερινά λιγότερες ώρες από το συνηθισμένο ή το νόμιμο ωράριο της ημερήσιας εργασίας τους. Δηλαδή οι μισθωτοί δικαιούνται να λάβουν κανονική άδεια όχι μόνο όταν έχουν πλήρη απασχόληση, αλλά και όταν η εργασία τους διαρκεί για μικρό χρονικό διάστημα ημερησίως (μερική απασχόληση).
Περαιτέρω, κανονική άδεια δικαιούνται και όσοι εργαζόμενοι εργάζονται σε πολλούς εργοδότες με μειωμένο ωράριο ημερήσιας εργασίας.
Άδεια επίσης χορηγείται και στην περίπτωση της διαθεσιμότητας και της ετοιμότητας εργασίας.
Η άδεια χορηγείται κατόπιν συμφωνίας μεταξύ μισθωτών και εργοδότη. Οι μισοί τουλάχιστον από τους μισθωτούς πρέπει να λαμβάνουν άδεια μέσα στο χρονικό διάστημα από 1 Μαΐου μέχρι 30 Σεπτεμβρίου. Ο εργοδότης υποχρεούται να χορηγήσει την άδεια εντός διμήνου από τότε που υποβάλει ο εργαζόμενος σχετικό αίτημα για την λήψη της.
Δεν θεωρείται ως άδεια η μονομερώς χορηγούμενη από τον εργοδότη με εξαίρεση τις περιπτώσεις που ορίζονται διαφορετικά στο νόμο. Δεν προβλέπεται η χορήγηση υποχρεωτικής άδειας λόγω περιορισμού της οικονομικής δραστηριότητας της επιχείρησης.
Ο εργοδότης είναι υποχρεωμένος να χορηγήσει, μέχρι το πρώτο τρίμηνο του επόμενου ημερολογιακού έτους, την άδεια που δικαιούται ο εργαζόμενος ανά ημερολογιακό έτος, έπειτα από αίτηση του εργαζομένου και εντός δύο (2) μηνών από την υποβολή της αίτησης.
Εάν η άδεια δεν χορηγηθεί μέχρι το πρώτο τρίμηνο του επόμενου ημερολογιακού έτους με υπαιτιότητα του εργοδότη (π.χ. άρνηση, αμέλεια κλπ), τότε αυτός πρέπει να καταβάλει στον εργαζόμενο τις αντίστοιχες αποδοχές αδείας, προσαυξημένες κατά 100%, καθώς και το επίδομα αδείας (χωρίς ποσοστό προσαύξησης).
Ο χρόνος χορήγησης της άδειας καθορίζεται κατόπιν συμφωνίας μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου. Πάντως, το ήμισυ τουλάχιστον των εργαζομένων που δικαιούνται ημέρες αδείας θα πρέπει να ικανοποιούνται μέσα στο χρονικό διάστημα από την 1η Μαΐου έως την 30ή Σεπτεμβρίου του αυτού ημερολογιακού έτους, ενώ παράλληλα θα πρέπει να τηρούνται και τα ελάχιστα προβλεπόμενα ενιαία χρονικά διαστήματα αδείας.
Κατάτμηση αδείας
Όταν προκύπτει ιδιαίτερα σοβαρή ή επείγουσα ανάγκη στο πλαίσιο της επιχείρησης ή της εκμετάλλευσης, ο εργοδότης μπορεί να προχωρήσει σε κατάτμηση του χρόνου αδείας σε δύο περιόδους μέσα στο ίδιο ημερολογιακό έτος. Η πρώτη περίοδος δεν επιτρέπεται να είναι μικρότερη των έξι εργάσιμων ημερών (επί εξαημέρου εργασίας), των πέντε εργάσιμων ημερών (επί πενθημέρου εργασίας) και των δώδεκα εργάσιμων ημερών (εάν ο εργαζόμενος είναι ανήλικος).
Με έγγραφη αίτηση του εργαζομένου προς τον εργοδότη, για την οποία δεν απαιτείται έγκριση από την Κοινωνική Επιθεώρηση Εργασίας, επιτρέπεται η κατάτμηση του χρόνου ετήσιας αδείας και σε περισσότερες από δύο περιόδους, υπό την προϋπόθεση ότι θα χορηγηθεί ενιαίο διάστημα αδείας δέκα εργάσιμων ημερών (για πενθήμερη εργασία) και δώδεκα εργάσιμων ημερών (για εξαήμερη εργασία ή για ανήλικο εργαζόμενο).
Σε επιχειρήσεις που απασχολούν τακτικό προσωπικό με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και έκτακτο/εποχικό προσωπικό με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου και παρουσιάζουν, λόγω του αντικειμένου τους, σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα του έτους μεγάλη σώρευση εργασίας, ο εργοδότης μπορεί να αποφασίσει τη χορήγηση ενιαίου τμήματος 10 ή 12 εργάσιμων ημερών (για πενθήμερη και εξαήμερη εργασία αντίστοιχα) στο τακτικό προσωπικό, σε οποιοδήποτε χρονικό διάστημα του έτους και κυρίως σε εκείνο που παρουσιάζεται μείωση του φόρτου εργασίας. Και σε αυτή την περίπτωση δεν απαιτείται έγκριση της απόφασης του εργοδότη από την Κοινωνική Επιθεώρηση Εργασίας.
xx